- ἀδικοῖς
- ἀδικέωto bepres opt act 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀδίκοις — ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неправьдивыи — (4*) пр. 1.Несправедливый: никтоже ѹбо ѿ васъ да гл҃ть. по неч(с)твымъ симъ. ˫ако ихъже хощеть б҃ъ милѹѥть. ихъже хощеть ѡжесточить. понеже неправдива творить б҃а. (ἄδικον) ПНЧ 1296, 163; аще ли неправдивъ сы судъ. то взиидуть к великому ѿметнику … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неправьдьныи — (173) пр. 1.Основанный на обмане, нечестный; неправильный: Не належи имѣньи неправ‹ь›дьныихъ. (ἀδίκοις) Изб 1076, 135 об.; на неправьдьно ѹбииство || ваю мѹченика. властьствьно съвѣтьствѹюща. Стих 1156–1163, 106 об.–107; да не имѣтсѧ сквьрна… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
πλαγιάζω — Ν ΜΑ [πλάγιος] (σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ή πλέω εγγύτατα προς την ευθεία τού ανέμου, πλέω με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης τού ανέμου στα ιστία, κν. βαστάω όρτσα («πρὸς ἀντίους τοὺς ἐτησίας πλαγιάζοντας [τὴν ναῡν]», Λουκιαν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
σύμπτωμα — το, ΝΜΑ [συμπίπτω] ιατρ. υποκειμενικό φαινόμενο το οποίο εκφράζει μια παθολογική κατάσταση και οφείλεται σε λειτουργικές ή οργανικές διαταραχές ενός οργάνου ή ολόκληρου τού οργανισμού (α. «συμπτώματα φυματίωσης» β. «συμπτώματι περιέπεσε ἰδιάζοντι … Dictionary of Greek